τρανῶς

τρανῶς
τρᾱνῶς , τρανής
clear
adverbial (attic epic doric)
τρᾱνῶς , τρανόω
make clear
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρανώς — τρανῶς ΝΜΑ βλ. τρανός …   Dictionary of Greek

  • τρανός — ή, ό / τρανός, ή, όν, ΝΜΑ προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη τής ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.) νεοελλ. 1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό 2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και… …   Dictionary of Greek

  • όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”